Ἰωσήφ

Ἰωσήφ
Ἰωσήφ, ὁ indecl. (יוֹסֵף; Apollonius Molon [I B.C.] : 728 Fgm. 1, 3 Jac. [in Eus., PE 9, 19, 3]; Sb II 250, word-list; LXX; Test12Patr; JosAs; ApcEsdr p. 7, 10 and p. 32, 24 Tdf.; Philo; Just.; Mel., P. 59, 432.—EpArist: Ἰώσηφος; Jos. Ant. 2, 17; also C. Ap. 1, 92 Ἰώσηπος, ου) Joseph.
the patriarch (Gen 30:24 and oft.; Test12Patr; JosAs; Demetr.: 722 Fgm. 1, 5 al. Jac; Philo, Mut. Nom. 90f and oft.; Just., D. 100, 1 al.; Mel., P. 59, 432) J 4:5; Ac 7:9, 13f, 18; Hb 11:21f; 1 Cl 4:9; B 13:4f; φυλὴ Ἰ. in Rv 7:8 stands for the half-tribe Ephraim which, w. its other half Manasseh vs. 6 brings the number of the tribes to twelve once more, after the loss of the tribe of Dan, to which acc. to tradition the Antichrist belongs (WBousset, Der Antichrist 1895, 112f).
son of Jonam, in the genealogy of Jesus Lk 3:30.
son of Mattathias Lk 3:24.
husband of Mary the mother of Jesus (Just., D. 102, 2f; 103, 3) Mt 1:16 (BHHW II 886–89 [lit.]; PSchmiedel, PM 6, 1902, 88–93, SchTZ 31, 1914, 69–82; ibid. 32, 1915, 16–30; ERiggenbach, ibid. 31, 1914, 241–49; GKuhn, NKZ 34, 1923, 362–85; UHolzmeister, De S. Jos. Quaestiones Biblicae ’45), 18–20, 24; 2:13, 19; Lk 1:27; 2:4, 16, 33 v.l.; 3:23 (a genealogy in which the first name is given without the article, and all subsequent names have the article, as Theopomp. [IV B.C.]: 115 Fgm. 393 Jac.: in ascending order to Heracles; Diod S 5, 81, 6 Λέσβος ὁ Λαπίθου τοῦ Αἰόλου τοῦ Ἱππότου; Nicol. Dam.: 90 Fgm. 30 p. 343, 30 Jac. Δηιφόντῃ τῷ Ἀντιμάχου τοῦ Θρασυάνορος τοῦ Κτησίππου τοῦ Ἡρακλέους. Other exx. in Klostermann ad loc.; B-D-F §162, 2); 4:22; J 1:45; 6:42 (PMenoud, RTP 63, 1930, 275–84). GJs 9:1ff; 13:1ff; 14:1f; 15:1f, 4; 16:1ff; 17:1ff; 18:1; 19:1 (not pap); 21:1.
a brother of Jesus Mt 13:55. Cp. Ἰωσῆς 1.
Joseph of Arimathaea, member of the Sanhedrin, in whose tomb Jesus was buried Mt 27:57, 59; Mk 15:43, 45; Lk 23:50; J 19:38; GPt 6:23. Acc. to GPt 2:3 he was a friend of Pilate.—EvDobschütz, ZKG 23, 1902, 1–17.
Joseph, surnamed Barnabas Ac 4:36. S. Ἰωσῆς 3.
Joseph, surnamed Barsabbas (s. Βαρσαβ[β]ᾶς 1), also called Justus (s. Ἰοῦστος 1) Ac 1:23.
son of a certain Mary Mt 27:56 (s. Ἰωσῆς 2).
son of Joda Lk 3:26 v.l. (s. Ἰωσήχ).—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ιωσήφ — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. (; – 1755). Μητροπολίτης Τυρνόβου (1714 22) και έξαρχος Βουλγαρίας. Καταγόταν από τα Ιωάννινα. Όταν παραιτήθηκε από τη θέση του μητροπολίτη (1722) πήγε στο Βουκουρέστι, όπου έζησε δύο χρόνια,… …   Dictionary of Greek

  • Ιωσήφ A’ — (Joseph, Λισαβόνα 1714 – 1777).Βασιλιάς της Πορτογαλίας (1750 77). Ήταν γιος του Ιωάννη E’ και της Μαρίας Άννας της Αυστριακής. Στη διάρκεια της βασιλείας του άκμασαν ιδιαίτερα οι αποικίες της Πορτογαλίας στη Βραζιλία και στην Αφρική. Το 1758… …   Dictionary of Greek

  • Ιωσήφ — ο άκλ., κύριο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Στάλιν, Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς — (ψευδώνυμο του Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι). Σοβιετικός πολιτικός (Γκόρι, Γεωργία 1879 Μόσχα 1953). Αφού τον απέβαλαν το 1899 από την ιερατική σχολή εξαιτίας της συμμετοχής του σε μια πατριωτική και σοσιαλιστική οργάνωση, ο Σ. αφοσιώθηκε σε …   Dictionary of Greek

  • Πομπάλ, Σεβαστιανός Ιωσήφ — (Pombal, 1699 – 1782). Πορτογάλος πολιτικός και διπλωμάτης. Στα χρόνια του Ιωσήφ A΄ διετέλεσε υπουργός εξωτερικών και κατόπιν πρωθυπουργός και ουσιαστικός κυβερνήτης της χώρας. Έλαβε μέτρα για την ενίσχυση του εμπορίου και της βιομηχανίας. Στη… …   Dictionary of Greek

  • Άγκνον, Σαμουήλ Ιωσήφ — (Μπούκρατς Γαλικίας 1888 – Ιερουσαλήμ 1970). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ισραηλινού συγγραφέα Σαμουήλ Ιωσήφ Κζάκζες. Άρχισε να γράφει αρκετά νέος διηγήματα και ποιήματα στη γίντις, στην Ιερουσαλήμ. Το 1912 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα… …   Dictionary of Greek

  • Αδελφών Αγίου Ιωσήφ, μονή — Ονομασία μοναστηριών που ανήκουν στην Καθολική Εκκλησία. 1. Γυναικείο μοναστήρι στην πόλη του Βόλου. Ιδρύθηκε το 1904. Διαθέτει γυμνάσιο. 2. Γυναικείο μοναστήρι στην Αθήνα. Στο μοναστήρι λειτουργεί η Σχολή Αγίου Ιωσήφ. Ιδρύθηκε το 1856. 3.… …   Dictionary of Greek

  • Τζιούστι, Ιωσήφ — (Giusti, 1809 – 1850). Διάσημος Ιταλός σατιρικός ποιητής. Γόνος παλαιάς και πλούσιας οικογένειας, σπούδασε νομικά στην Πίζα και το 1834 άρχισε να ασκεί τη δικηγορία. Αλλά μετά από λίγο καιρό, εξαιτίας της φιλάσθενης ιδιοσυγκρασίας του και του… …   Dictionary of Greek

  • Αβάντζι, Ιωσήφ — (1615 – 1647).Ιταλός ζωγράφος. Είχε ειδικευτεί στη ζωγραφική τοπίων, λουλουδιών και φρούτων. Σπουδαιότερο έργο του θεωρείται Η αποκεφάλιση του Αγίου Ιωάννου, που βρίσκεται στη Φεράρα. Με το ίδιο επώνυμο είναι γνωστοί τέσσερις ακόμα Ιταλοί… …   Dictionary of Greek

  • Αβαντσίνι, Ιωσήφ — (Avancini, 1753 – 1827) Ιταλός αβάς και μαθηματικός, καθηγητής στοπανεπιστήμιο της Πάντοβα. Σημείωσε μεγάλη επιτυχία ως καθηγητής, στην προσπάθεια διάδοσης της επιστημονικής σκέψης. Τα σπουδαιότερα έργα του είναι: Σκέψεις γύρω από τη διευθέτηση… …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Ιωσήφ, μονή — Ονομασία δύο μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι της Κέρκυρας. 2. Γυναικείο μοναστήρι στον Φραγκομαχαλά της Χίου. Στο μοναστήρι, που ιδρύθηκε το 1846, λειτουργεί φροντιστήριο ξένων γλωσσών. Και τα δύο μοναστήρια ανήκουν στην καθολική εκκλησία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”